- ανανεώσιμος
- -η, -οαυτός που επιδέχεται ανανέωση, που δεν εξαντλείται: Ανανεώσιμη πηγή ενέργειας είναι ο άνεμος, σε αντίθεση με το πετρέλαιο που κάποτε θα εξαντληθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.